- τόρε
- τόροςborermasc voc sgτορέωboreaor imperat act 2nd sgτορέωboreaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τόρε Ανουντσιάτα — (Torre Annunziata). Παραθαλάσσια πόλη (60.000 κάτ.) της Ιταλίας στην πρώην επαρχία της Νάπολης. Είναι χτισμένη στον κόλπο της Νάπολης, στις νότιες πλαγιές του Βεζούβιου, και μαζί με τα γύρω χωριά αποτελεί κοινότητα. Παράγει άφθονα λαχανικά,… … Dictionary of Greek
Τόρε ντελ Γκρέκο — (Torre del Greco). Πόλη (103.577 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Νάπολης, σε απόσταση 12 χλμ., από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Είναι χτισμένη σε υψόμ. 51 μ., στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Βεζούβιου και στην ανατολική ακτή του κόλπου της Νάπολης … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… … Dictionary of Greek
Βεζούβιος — (Vesuvio). Ενεργό ηφαίστειο της Ιταλίας στην Καμπανία, στην πεδιάδα ανατολικά της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σίρις — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Κάτω Ιταλίας στη Λευκανία, χτισμένη στον κόλπο του Τάραντα. Ιδρύθηκε στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. από Ίωνες άποικους της Κολοφώνας και διακρίθηκε για τον πλούτο και τη χλιδή των κατοίκων της. Το 450 π.Χ. η… … Dictionary of Greek
τορόνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόρνος, Ταραντῑνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τόρνος σχηματισμένος από ένα δυσερμήνευτο θ. τορο . Κατά την πιθανότερη άποψη, το ο τού τ. τορόνος είναι φωνήεν ανάπτυξης, ενώ λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι ο τ. τορόνος… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek